μονοκοτυλήδονος

μονοκοτυλήδονος
μονοκότυλος, ος, ο[ν] бот. односеменодольный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μονοκοτυλήδονος" в других словарях:

  • μονοκοτυλήδονος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από μία κοτυληδόνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκοτυλήδονα τα μονοκότυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monocotylidones (< μον(ο) * + κοτυληδόνα). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»